- προτιόσσομαι
- Α1. βλέπω, κοιτάζω2. (για τον νου) προβλέπω, προαισθάνομαι3. προσδοκώ, περιμένω4. (κατά τον Ησύχ.) «προτιόσσεταιπροορᾱται, προσδέχεται, προσαγορεύει»5. (κατά το λεξ. Σούδ.) «προτιόσσομαι, προσβλέπω, ἀπὸ τῶν ὄσσων ἡ μεταφορά».[ΕΤΥΜΟΛ. < προτί (βλ. λ. προς) + ὄσσομαι «βλέπω, προσβλέπω»].
Dictionary of Greek. 2013.